Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπίδα η [lepíδa] Ο26 : έλασμα κοφτερού οργάνου: H ~ του μαχαιριού / του ξίφους / του ξυραφιού. Ξυριστική ~, το ξυραφάκι. Ξυριστική μηχανή με μονή / διπλή ~.

[ελνστ. λεπίς, αιτ. -ίδα `λάμα΄, αρχ. σημ.: `φλούδα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες