Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεμφοφόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεμφοφόρος -ος / -α -ο [lemfofóros] Ε14 : που περιέχει ή που μεταφέρει τη λέμφο: Λεμφοφόρα αγγεία.

[λόγ. λεμφο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες