Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαβεῖν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λαβείν το [lavín] Ο (άκλ.) : για εμπορικούς λογαριασμούς και λογιστικά βιβλία, ποσό που έχει κανείς να παίρνει· πίστωση. ANT δούναι. (έκφρ.) δούναι* και ~.

[λόγ. < αρχ. λαβεῖν απαρέμφ. αορ. του ρ. λαμβάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες