Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάρυγγας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λάρυγγας ο [láriŋgas] Ο5 : 1. (ανατ.) αναπνευστικό και φωνητικό όργανο στο επάνω μέρος του αναπνευστικού σωλήνα: Ερεθίστηκε ο λάρυγγάς του και άρχισε να βήχει. 2. ο οισοφάγος των ζώων.

[μσν. λάρυγγας < αρχ. λάρυγξ, αιτ. -υγγα]

[Λεξικό Κριαρά]
λάρυγγας ο,
βλ. λάρυγξ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες