Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωλικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κωλικός ο.
  • Δυνατός πόνος του εντέρου·
    • (γενικ.) δυνατός πόνος:
      • εις ποδαγρικούς και κωλικούς (Iατροσ. κώδ. οζ´).

[μτγν. επίθ. κωλικός ως ουσ. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες