Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κωλικός ο.
-
- Δυνατός πόνος του εντέρου·
- (γενικ.) δυνατός πόνος:
- εις ποδαγρικούς και κωλικούς (Iατροσ. κώδ. οζ´).
- (γενικ.) δυνατός πόνος:
[μτγν. επίθ. κωλικός ως ουσ. H λ. και σήμ.]
- Δυνατός πόνος του εντέρου·