Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυμαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κυμαίνω.
  • Kινώ κυματοειδώς:
    • τον λαιμόν του εκύμαινε (ενν. το άλογον) (Mαρκάδ. 309).

[αρχ. κυμαίνω. Το μέσ. σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες