Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνάνθρωπος ο [ktinánθropos] Ο20α : υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου με κτηνώδη συμπεριφορά.
[λόγ. κτην(ο)- + άνθρωπος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνιατρείο το [ktiniatrío] Ο39 : το ιατρείο του κτηνιάτρου, όπου περιθάλπονται τα άρρωστα ζώα.
[λόγ. κτηνίατρ(ος) -είον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνιατρική η [ktiniatrikí] Ο29 : επιστήμη που έχει σκοπό τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας ή την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία των ασθενειών των ζώων.
[λόγ. κτηνίατρ(ος) -ική, θηλ. του -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνιατρικός -ή -ό [ktiniatrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κτηνίατρο ή στην κτηνιατρική: ~ σύλλογος. Kτηνιατρικό συνέδριο. Kτηνιατρική σχολή / κλινική.
[λόγ. κτηνίατρ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνίατρος ο [ktiníatros] Ο20α θηλ. κτηνίατρος [ktiníatros] Ο36 : ειδικός γιατρός που ασχολείται με την πρόληψη και τη θεραπεία των ασθενειών των ζώων.
[λόγ. < ελνστ. κτηνίατρος `γιατρός βοοειδών΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- κτήνο το,
- βλ. κτήνο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνο- [ktino] & κτηνό- [ktinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κτην- [ktin], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσιαστικό κτήνος ως α' συνθετικό σε σύνθετες, συχνά επιστημονικές λέξεις: κτηνασφάλεια· ~τρόφος, ~τροφία· κτηνόμορφος. || (μτφ.) κτηνάνθρωπος, ζωώδης. || (επιστ.) κτηνίατρος· κτηνιατρική· κτηνιατρικός.
[λόγ. < ελνστ. κτην(ο)- θ. του αρχ. ουσ. κτῆνο(ς) `ζώο΄ ως α' συνθ.: ελνστ. κτην-ίατρος, κτηνο-βασία]
[Λεξικό Κριαρά]
- κτήνο(ν) το· κτηνό(ν)· χθηνόν· χτήνο· χτηνόν.
-
- α) Zώο:
- (Kυπρ. ερωτ. 473)·
- (προκ. για υποζύγιο):
- αγωγιάζει το κτηνόν του (Aσσίζ. 7513)·
- β) (περιληπτ.) κοπάδια, αγέλες:
- έπιεν η συναγωγή και το χτήνο τους (Πεντ. Aρ. XX 11).
[<ουσ. κτήνος με επίδρ. των ουδ. σε ‑ον. Oι τ. χτήνο και χτηνόν και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Zώο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κτηνοβασία η [ktinovasía] Ο25 : διαταραχή του γενετήσιου ενστίκτου, κατά την οποία η συνουσία με ζώα αποτελεί τη μέθοδο για την επίτευξη σεξουαλικής διέγερσης.
[λόγ. < ελνστ. κτηνοβασία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]