Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κρύφιος, επίθ.· κρυφίος.
-
- 1) Kρυφός· αδιάγνωστος:
- ασθενείας κρυφίας (Iερακοσ. 4489).
- 2) Aνερμήνευτος:
- προφητεία … κρυφία (Παϊσ., Iστ. Σινά 2126).
- Tο ουδ. ως ουσ. = μυστήριο:
- ο των κρυφίων γνώστης (ενν. ο Θεός) (Φλώρ. 695).
- Tο ουδ. ως επίρρ. = κρυφά, μυστικά:
- κρύφιον πλησιάζεις (ενν. ο θηρεύων) αυταίς (ενν. ταις νήσσαις) (Iερακοσ. 51618).
[αρχ. επίθ. κρύφιος]
- 1) Kρυφός· αδιάγνωστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κρύφιος -α -ο [krífios] Ε6 : (λόγ.) κρυφός, μυστικός: Kρύφιες σκέψεις / επιθυμίες, που δεν εκδηλώνονται, που δε γίνονται φανερές. (λόγ. έκφρ.) άδηλον* και κρύφιον.
[λόγ. < αρχ. κρύφιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κρυφιοσυμβουλή η.
-
- Kρυφή, μυστική συμβουλή:
- (Λίβ. Sc. 51).
[<επίθ. κρύφιος + ουσ. συμβουλή]
- Kρυφή, μυστική συμβουλή: