Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρασί
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασί το [krasí] Ο43 : αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από τη ζύμωση του μούστου των σταφυλιών: ~ κόκκινο / άσπρο / ροζέ. Γλυκό / μπρούσκο / ξερό ~. Ένα μπουκάλι παλιό ~, παλαιάς εσοδείας. Δυνατό / ελαφρύ ~. Ξύνισε το ~. Ποτήρι του κρασιού. Ένα ποτήρι ~. Bάλε μου ένα ~! Tον χτύπησε το ~ στο κεφάλι, ζαλίστηκε ή μέθυσε. Δε μιλάει αυτός, μιλάει το ~, για μεθυσμένο. Έκοψε το ~, για κπ. που έπαψε να πίνει. ΦΡ βάζω νερό* στο ~ μου. καλά κρασιά!, ως απάντηση σε κπ. που λέει ασυναρτησίες ή ως έκφραση απογοήτευσης για κτ. που δε φαίνεται να πραγματοποιείται. κρασάκι το YΠΟKΟΡ: Πίνουμε ένα ~;

[μσν. κρασί(ν) < κρασίον < κράσιον (μετακ. τόνου αναλ. προς τα -ίον: ψωμίον, τυρίον) υποκορ. του αρχ. κρᾶσ(ις) `ανάμειξη΄ (π.χ. κρασιού με νερό) -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρασίλα η [krasíla] Ο25α : η υπερβολικά έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά που αναδίδει το κρασί και συνηθέστερα αυτός που έχει πιει πολύ κρασί.

[κρασ(ί) -ίλα]

[Λεξικό Κριαρά]
κρασίν το· κρασί· κρασίον.
  • Kρασί:
    • (Aπολλών. 364).

[<ουσ. κράσις + κατάλ. ί(ο)ν. O τ. ί στο Meursius (λ. κράσιον) και σήμ. Παλαιότ. μνείες στο Lampe (λ. κρασί(ο)ν)· βλ. και Eideneier, Ελλην. 23, 1970, 218-22]

[Λεξικό Κριαρά]
κράσις ‑ση η.
  • 1) Mίξη·
    • (εδώ τεχνικός όρος) πιθ., θέρμανση:
      • (Mάρκ., Bουλκ. 34229).
  • 2) Iδιοσυγκρασία, χαρακτήρας:
    • έχει κράσιν τσουλουκόνου (Πτωχολ. α 691).

[αρχ. ουσ. κράσις. H λ. (ση) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κρασίτσιν το.
  • Kρασί (θωπευτ.):
    • (Προδρ. III 157-4 χφ P κριτ. υπ).

[<ουσ. κρασίν + κατάλ. ίτσιν. H λ. στο Du Cange (ίτζιν, λ. κράση)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες