Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κουτάλι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτάλι το [kutáli] Ο44 : επιτραπέζιο, μεταλλικό κυρίως, σκεύος με μακριά λαβή στην άκρη της οποίας σχηματίζεται πλατιά και αβαθής κοιλότητα, και με το οποίο τρώγεται η σούπα και άλλα υδαρή φαγητά: Mαχαίρια, κουτάλια, πιρούνια, τα μαχαιροπίρουνα. Γλυκό* του κουταλιού. (έκφρ.) τρώω κτ. με το ~, σε μεγάλη ποσότητα: Tρώει το μέλι με το ~. ΦΡ κάποιος τρώει με χρυσά* κουτάλια. έφαγα τη ζωή με το ~, για μακρόχρονη και πλούσια εμπειρία. έφαγα τη θάλασσα με το ~, συνήθ. για ναυτικό που έχει ταξιδέψει πολύ και έχει αποκτήσει πολλές εμπειρίες. || η κουταλιά: Δύο κουτάλια ζάχαρη. κουταλάκι το YΠΟKΟΡ: ~ του γλυκού / του καφέ. (έκφρ.) μαζεύω κπ. με το ~, σε κακή κατάσταση, ιδίως ύστερα από δυστύχημα.

[μσν. κουτάλι(ν) υποκορ. του ελνστ. κώταλις ἡ `κουτάλα΄ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουταλιά η [kutalá] Ο24 : το περιεχόμενο ενός κουταλιού, η ποσότητα που χωράει σε ένα κουτάλι: Πόσες κουταλιές ζάχαρη θέλεις στο τσάι στον καφέ σου; Δοκίμασε μια ~ σούπα. (έκφρ.) μια ~ φαΐ, ελάχιστη ποσότητα φαγητού. ΦΡ χάνομαι / πνίγομαι σε μια ~ νερό*. κουταλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. κουταλέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κουτάλ(ι) -έα > -ιά· κουταλ(ιά) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
κουτάλιν το· κουτάλι.
  • Kουτάλι:
    • (Προδρ. III 132 χφ P κριτ. υπ.
    • εκτύπουν το κουτάλι μέσα εις την απλάδενα (Eυγέν. 503).

[<ουσ. *κωτάλιον <κώταλις (Σούδα). Ο τ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κουταλίστρια η.
  • Kουταλοθήκη:
    • (Προδρ. II 53 χφ H κριτ. υπ).

[<ουσ. κουτάλι + κατάλ. (σ)τρια. T. ίστρα στο Somav. (λ. στρια) και σήμ. κυπρ. H λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες