Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κουπιά η [kupxá] Ο24 : το χτύπημα με το κουπί μέσα στο νερό, κίνηση με την οποία προωθείται η βάρκα: Mε δυο τρεις κουπιές έφτασα στην ακτή.
[κουπ(ί) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- κουπιά η.
-
- Το περιεχόμενο της κούπας:
- εφτά κουπιές καλά γεμάτες (Κατζ. Γ´ 509).
[<ουσ. κούπα + κατάλ. ‑ιά]
- Το περιεχόμενο της κούπας: