Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοτύλη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοτύλη η [kotíli] Ο30 : I. (ανατ.) κοιλότητα της λεκάνης μέσα στην οποία εφαρμόζει το άκρο του μηριαίου οστού. II. (αρχαιολ.) είδος μικρού αγγείου με δύο λαβές που ξεκινούν από τα χείλη και καταλήγουν στη βάση.

[λόγ. < αρχ. κοτύλη]

[Λεξικό Κριαρά]
κοτύλη η.
  • Κύπελο:
    • (Διγ. Z 3122).

[αρχ. ουσ. κοτύλη. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοτυληδόνα η [kotiliδóna] Ο26 : (βοτ.) το πρώτο φύλλο που βρίσκεται στο φυτικό έμβρυο.

[λόγ. < αρχ. κοτυληδών, αιτ. -όνα `κοιλότητα΄ σημδ. γαλλ. cotylédon < αρχ. κοτυληδών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες