Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπετός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοπετός ο [kopetós] Ο17 : γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθ. από στηθοκοπήματα.

[λόγ. < ελνστ. κοπετός, αρχ. σημ.: `θόρυβος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κοπετός ο.
  • α) Γοερός θρήνος:
    • (Απολλών. (Wagn.) 622
    • (ως σύστ. αντικ.):
      • (Δούκ. 17117
  • β) φρ. κρούω κοπετόν (με αντικ. λ. δηλωτική τροφής) = καταβροχθίζω, τρώω:
    • (Προδρ. III 187).

[αρχ. ουσ. κοπετός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες