Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κνήθω.
-
- I. (Ενεργ.) ξύνω:
- ας έκνηθες την λέπραν σου (Προδρ. I 105).
- II. (Μέσ.) ξύνομαι:
- μη τρίβεσαι, μην κνήθεσαι (αυτ. IV 53).
[αρχ. κνήθομαι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. (Ενεργ.) ξύνω:
[Λεξικό Κριαρά]
- κνηκάτος, επίθ.
-
- Που είναι βαμμένος με κνήκο (χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο):
- το ιμάτιν το κνηκάτον (Προδρ. I 60).
[<ουσ. κνήκος + κατάλ. ‑άτος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που είναι βαμμένος με κνήκο (χρώμα ανάμεσα στο κόκκινο και το κίτρινο):
[Λεξικό Κριαρά]
- κνήκος ο.
-
- Είδος φυτού με βαφικές ιδιότητες:
- τα τέσσαρά του ονύχια (ενν. του αλόγου) ήσαν βαμμένα με τον κνήκον (Διγ. Άνδρ. 39428).
[μτγν. ουσ. κνήκος· βλ. και L‑S Suppl.]
- Είδος φυτού με βαφικές ιδιότητες:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κνήμη η [kními] Ο30 : (ανατ.) το τμήμα του ποδιού, τόσο του ανθρώπου όσο και των ζώων, που εκτείνεται ανάμεσα στο γόνατο και στους αστραγάλους: Οστά της κνήμης. || ονομασία του ενός από τα δύο οστά της κνήμης, σε αντιδιαστολή προς την περόνη.
[λόγ. < αρχ. κνήμη]
[Λεξικό Κριαρά]
- κνήμη η.
-
- 1) Περικνημίδα:
- κνήμας βαβυλωνίους προσδεδημένος (Βίος Αλ. 3417).
- 2) Στήριγμα:
- γεφυρώσας (ενν. τον ποταμόν) κνήμαις (αυτ. 3068).
[αρχ. ουσ. κνήμη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Περικνημίδα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κνημία η· κλημέα· κλημία.
-
- Καθένα από τα παλούκια που βρίσκονται στις τέσσερις γωνίες κάρου, βοϊδάμαξας:
- τ’ αμάξιν άνω κάτου και η κλημία εις τον κώλο σου (Σπανός B 203).
[αρχ. ουσ. κνημία. Τ. κλημιά σήμ. ιδιωμ.]
- Καθένα από τα παλούκια που βρίσκονται στις τέσσερις γωνίες κάρου, βοϊδάμαξας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κνημίδα η [knimíδa] Ο26 : μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα που φορούσαν οι πολεμιστές της αρχαιότητας για την προστασία της κνήμης· περικνημίδα1: Xάλκινες κνημίδες.
[λόγ. < αρχ. κνημίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κνησάρα η.
-
- Λεπτό κόσκινο:
- (Βαρούχ. 4146).
[<ουσ. κρησάρα <αρχ. κρησέρα. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Λεπτό κόσκινο:
[Λεξικό Κριαρά]
- κνήσμα το.
-
- Ερεθισμός του δέρματος, φαγούρα:
- (Ιατροσ. κώδ. ωλ´).
[αρχ. ουσ. κνήσμα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ερεθισμός του δέρματος, φαγούρα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κνησμάρα η.
-
- Φαγούρα:
- εις ψώραν και κνησμάραν (Iατροσόφ. 8414).
[<ουσ. κνήσμα + κατάλ. ‑άρα. H λ. στο Bλάχ.]
- Φαγούρα: