Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλύζω.
-
- I. (Ενεργ.) πλημμυρίζω·
- (εδώ μεταφ.) καταστρέφω, ρημάζω:
- εκομπώθησαν διά το κέρδος και … εκλύσαν το νησσίν (Μαχ. 3928-9).
- (εδώ μεταφ.) καταστρέφω, ρημάζω:
- II. (Μέσ.) καταστρέφομαι, ρημάζω:
- εμείναν τα τσιφλίκια του γέρημα και κλυσμένα (Ιστ. Μαρκ. 24).
[αρχ. κλύζω]
- I. (Ενεργ.) πλημμυρίζω·