Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεψιγαμώ.
-
- Παραβαίνω την υπόσχεση του γάμου, μοιχεύω:
- γυναίκα κλεψιγαμούσα του ανδρός, τουτέστιν έφυγεν απέ τον άνδραν αυτής και εγίνετον πόρνη εις πάντας (Ελλην. νόμ. 58321).
[<επίθ. κλεψίγαμος. Η λ. τον 4. αι.]
- Παραβαίνω την υπόσχεση του γάμου, μοιχεύω: