Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεμμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κλεμμός ο.
  • (Ως σύστ. αντικ.) κλέψιμο:
    • κλεμμό εκλέφτηκα από την ηγή των Οβριών (Πεντ. Γέν. XL 15· Έξ. XXII 11).

[<κλέβω + κατάλ. μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες