Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλέφτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κλέφτω,
βλ. κλέπτω.
[Λεξικό Κριαρά]
κλεφτώς, επίρρ.
  • Με δόλο, ύπουλα:
    • ως πλάνοι ήλθασι κλεφτώς να μασε ξεμαυλίσουν (Χρον. Μορ. H 1119).

[<επίθ. κλεφτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες