Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεντητικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κεντητικός -ή -ό [kenditikós] Ε1 : που έχει σχέση με το κέντημα 1 (στις σημ. 1, 2α), που είναι κατάλληλος για κέντημα: Kεντητικές μηχανές. || (ως ουσ.) η κεντητική, η τέχνη του κεντήματος.

[λόγ. < ελνστ. κεντητ(ής) `κατασκευαστής μωσαϊκών΄ -ικός κατά την εξέλ. της σημ. του κεντώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες