Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κεδρέλαιον το.
-
- Έλαιο που παράγεται από τη ρητίνη του κέδρου:
- (Iατροσόφ. 5025).
[<ουσ. κέδρος + έλαιον. H λ. τον 6. αι. (L‑S)]
- Έλαιο που παράγεται από τη ρητίνη του κέδρου: