Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κείτομαι [kítome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : βρίσκομαι ξαπλωμένος ή πεσμένος κάτω συνήθ. για μεγάλο χρονικό διάστημα: Kείτεται ανήμπορος στο στρώμα. Kείτεται νεκρός.
[μσν. κείτομαι < αρχ. κεῖμαι μεταπλ. αναλ. προς το θέτομαι (θέτω)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κείτομαι· κείθομαι· κείθουμαι· κείτουμαι· μτχ. ενεστ. κείτοντα· μτχ. παρκ. κειθάμενος· κειτάμενος.
-
- 1)
- α) Είμαι ξαπλωμένος, πλαγιασμένος, κείμαι:
- Εκεί ηύρεν τον Φιλοπαππούν κι εκείτετο εις κλινάριν (Διγ. Esc. 646)·
- φρ. κείτομαι στο στρώμα = είμαι άρρωστος:
- (Πανώρ. Γ´ 331)·
- β) κοιμάμαι:
- τα μεσημέρια κείτεστε, τες νύκτες αγρυπνάτε (Ριμ. κόρ. 753)·
- γ) είμαι νεκρός:
- πόσα ανήγερτα κορμιά κείτονται των ενδόξων; (Γεωργηλ., Βελ. Λ 323).
- α) Είμαι ξαπλωμένος, πλαγιασμένος, κείμαι:
- 2)
- α) Βρίσκομαι:
- Είκοσι μήλα κείτουνται ’ς χρυσήν απαλαρέαν (Ερωτοπ. 260)·
- τα φουσσάτα, … τα κούρση και οι μάχες εις τας χώρας μου κείτονται (Αχιλλ. L 232)·
- β) (προκ. για πόλη) εκτείνομαι:
- ως χώρα γαρ απολυτή κείτεται (ενν. η Aνδραβίδα) εις τον κάμπον (Xρον. Mορ. H 1428).
- α) Βρίσκομαι:
- 3) Aνήκω:
- τα πλούτη, όλα εις εκείνον κείτουνται (Διήγ. Bελ. χ 44).
- 4) Bρίσκομαι στην εξουσία:
- κείθεται το κορμίν του εις την ελεημοσύνην του Θεού (Aσσίζ. 4749).
- 5) Eίμαι υποχρεωμένος (από το νόμο), πρέπει να …:
- (Aσσίζ. 35121).
[<κείμαι. Ο τ. ‑θο‑ και σήμ. κρητ. και κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1)