Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατούνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κατούνα η· κατόνα.
  • 1) Ενδιαίτημα:
    • επήγεν εις το σπίτιν του οπού είχεν την κατούναν (Ιμπ. 442
    • της ηδονής κατούνα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1344).
  • 2)
    • α) Δωμάτιο, (και προκ. για παλάτι) διαμέρισμα:
      • (Βέλθ. 1012), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1262
    • β) σκηνή:
      • (Χρον. Μορ. H 7101
    • γ) παράγκα:
      • (Βαρούχ. 30816).
  • 3) Οικισμός, κώμη:
    • χωρία και κατούνες (Χρον. Τόκκων 2380).
  • 4) Στρατόπεδο:
    • ήλθαν εις την κατούναν, το λεγόμενον σιέζιν (Μαχ. 48816).
  • 5)
    • α) Εξοπλισμός:
      • την κατούνα του δουκός …, άρματα και λογάρι, … εδώκασιν του πρίγκιπος (Χρον. Μορ. H 7103
    • β) εφόδια:
      • επήραμεν κατούνας, σκεύη και πράγματα πολλά προς την αποδημίαν (Καλλίμ. 2511
    • γ) αποσκευές:
      • η πραγματεία χάθηκε και όλη η κατούνα (Αιτωλ., Μύθ. 4810
    • δ) οικοσκευή:
      • (Συναδ. φ. 132r).
  • Φρ.
  • 1) Βάζω ή θέτω ή πιάνω κατούνα = στρατοπεδεύω:
    • (Μαχ. 52417), (Βέλθ. 692), (Χρον. Μορ. H 4674).
  • 2) Ορθώνω (την) κατούναν = «σηκώνω», διαλύω το στρατόπεδο (με σκοπό να μετακινηθώ κάπου αλλού):
    • (Χρον. Μορ. H 5146).

[αβέβ. ετυμ.· πβ. ρουμ. cătun, αρομ. cătùnă, κ.ά. Η λ. τον 11. αι. (Μηνάς 1994: 279), στο Meursius (αι) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες