Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάκλιση η [katáklisi] Ο33 : 1. (λόγ.) α. ξάπλωμα στο κρεβάτι για ύπνο ή για ξεκούραση. β. (ναυτ.) πλάγιασμα του πλοίου στη μία πλευρά, για να καθαριστεί ή για να επισκευαστεί η άλλη. 2. (ιατρ.) νέκρωση του δέρματος, που προκαλείται από κακή αιμάτωση και που παρουσιάζεται σε άτομα κατάκοιτα: Έπαθε κατακλίσεις.
[λόγ.: 1: αρχ. κατάκλι(σις) -ση (στη σημ. α)· 2: σημδ. αγγλ.(;) decubitus ulcer]