Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καντηλανάφτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καντηλανάφτης ο [kandilanáftis] Ο10 θηλ. καντηλανάφτισσα [kandilaná ftisa] Ο27 : αυτός που ανάβει τα καντήλια στην εκκλησία. || νεωκόρος.

[καντήλ(α), καντήλ(ι) + αναπ- (ανάβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · καντηλανάφτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες