Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καχλανίδα η.
-
- ?:
- καχλανίδας των Τουρκών ο χριστιανός να μην φάγει (Βακτ. αρχιερ. 133).
[άγν. ετυμ. Πιθ. σχετ. με ρ. καχιανίζω (Meursius, ‑ειν)]
- ?:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[άγν. ετυμ. Πιθ. σχετ. με ρ. καχιανίζω (Meursius, ‑ειν)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |