Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ισότης ‑τητα η· ισιότητα.
-
- 1) Ισιάδα:
- δένδρων είδε καλλονήν και ισότηταν ευμόρφην (Βέλθ. 287).
- 2) Δικαιοσύνη, αμεροληψία:
- η ισότητα και το δίκαιον … ορίζουν (Ασσίζ. 3921).
- 3) Νόμος:
- Του πόθου την ισότηταν ο Λίβιστρος διδάσκει (Λιβ. Esc. 842).
- 4) Έκφρ. προς ισότηταν = στο ίδιο ύψος με κ.:
- (Βέλθ. 300).
[αρχ. ουσ. ισότης. Ο τ. στο Somav. Η λ. (‑τητα) και σήμ.]
- 1) Ισιάδα: