Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδεάζω [iδeázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κάνω κπ. να σχηματίσει μια γενική και κάπως ακαθόριστη ιδέα, εντύπωση για κτ.· υποψιάζω· ΣYN ΦΡ βάζω κπ. σε ιδέα· (πρβ. προϊδεάζω). || (παθ.) περνά από το νου μου μια υποψία· υποπτεύομαι, πονηρεύομαι, μυρίζομαι, ψυλλιάζομαι: Kάτι είχα ιδεαστεί, αλλά δεν ήμουν βέβαιος. Ούτε που το ιδεάστηκαν πως ήθελε να τους εξαπατήσει.
[λόγ. ιδέ(α) -άζω]