Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμία
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμιάζω [θimnázo] -ομαι Ρ2.1 : θυμιατίζω.

[μσν. θυμιάζω < αρχ. θυμι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. θυμιασ-]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμιάζω.
  • (Μτβ. και αμτβ.) θυμιατίζω:
    • πάσα ναόν εθύμιασε (Θυσ. Ζ´ [482]
    • θυμιάσαντες … οι στρατιώται (Βίος Αλ. 5574).

[<αόρ. του αρχ. θυμιάω. Η λ. το 10. αι. (L‑S· βλ. και Lampe) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμίαμα το [θimíama] Ο49 & θυμιάμα το [θimáma] Ο48 : ρητινώδης αρωματική ουσία που, όταν καίγεται, παράγει μια χαρακτηριστική μυρωδιά και η οποία χρησιμοποιείται σε θρησκευτικές εκδηλώσεις· λιβάνι: Mοσχομύριζε η εκκλησία από το ~.

[λόγ. < αρχ. θυμίαμα· αρχ. θυμίαμα, με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμίαμα το· θυμιάμα.
  • α) Θυμίαμα:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 117
  • β) θύμιασμα, θυμιάτισμα:
    • οσμές θυμιαμάτων (Διγ. Gr. 1798).

[αρχ. ουσ. θυμίαμα. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμιαματικός, επίθ.
  • Αρωματικός:
    • ξύλον θυμιαματικόν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Αποκάλ. Ιω. ιη´ 12).

[<ουσ. θυμίαμα + κατάλ. ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμιαντήρι το,
βλ. θυμιατήρι(ον).
[Λεξικό Κριαρά]
θυμίασμα το· θύμιασμα.
  • α) Καπνός του θυμιάματος:
    • στες αγίες σας τράπεζες το θύμιασμα στραβαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [447]
  • β) θυμιάτισμα:
    • συναπαντούσιν τη (ενν. την ψυχή) … άγγελοι φωτεινοί με θυμιάσματα (Αποκ. Θεοτ. II 58).

[<αόρ. του θυμιάω + κατάλ. μα. Ο τ. και σήμ. Η λ. σε παπυρ., στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμιατήρ ο.
  • Θυμιατό:
    • μετά λαμπάδων και … πολλών θυμιατήρων (Αρσ., Κόπ. διατρ. [792]).

[<θυμιάω + κατάλ. τήρ. Η λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θυμιατήρι το [θimnatíri] Ο44 : λειτουργικό σκεύος, κυρίως μεταλλικό, με ημισφαιρικό και διάτρητο κάλυμμα, μέσα στο οποίο καίγεται το θυμίαμα για τη θεία λατρεία· θυμιατό, λιβανιστήρι1.

[μσν. θυμιατήρι(ν) < αρχ. θυμιατήριον]

[Λεξικό Κριαρά]
θυμιατήρι(ον) το· θυμιαντήρι.
  • Θυμιατό, λιβανιστήρι:
    • (Πόλ. Τρωάδ. 7248 κριτ. υπ.
    • (προκ. για την Παναγία):
      • θυμιατήριον χρυσούν (Ντελλαπ., Λόγ. παρακλ. 85).

[αρχ. ουσ. θυμιατήριον. Τ. ντήριον σε επιγρ. (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ. (ι)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες