Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρηνώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρηνώδης -ης -ες [θrinóδis] Ε11 : (λόγ.) που μοιάζει με θρήνο1: ~ κραυγή / φωνή.

[λόγ. < αρχ. θρηνώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες