Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρασύτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θρασύτης ‑τητα η.
  • α) Υπερβολική τόλμη, θάρρος:
    • (Δούκ. 1292
  • β) προπέτεια, αυθάδεια· αδιαντροπιά:
    • (Κομν., Διδασκ. Δ 201).

[αρχ. ουσ. θρασύτης. Η λ. (τητα) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες