Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θέσπισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θέσπισμα το [θéspizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του θεσπίζω και με επέκταση διαταγή, κυρίως ως νομικός όρος: Kλητήριο ~, έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί στο δικαστήριο ως κατηγορούμενος.

[λόγ. < μσν. θέσπισμα (στη νέα σημ.) < αρχ. θέσπισμα `προφητεία΄ σημδ. (μσν.) λατ. sanctio]

[Λεξικό Κριαρά]
θέσπισμα(ν) το· εθέσπισμα.
  • α) Διάταγμα:
    • διά θεσπίσματος του μεγάλου Κωνσταντίνου (Βακτ. αρχιερ. 173
  • β) νομοθέτημα:
    • (Ασσίζ. 23215
  • γ) απόφαση:
    • (Ασσίζ. 27914).

[αρχ. ουσ. θέσπισμα. Η λ. (α) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες