Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωοδότης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωοδότης ο [zooδótis] Ο10 θηλ. ζωοδότρα [zooδótra] Ο25α & (λόγ.) ζωοδότειρα [zooδótira] Ο27α : (συνήθ. ως επίθ.) που δίνει ζωή· ζωογόνος: Ο ~ ήλιος. Zωοδότρες ακτίνες. || (εκκλ.) ο Zωοδότης, ο Θεός.

[λόγ. < ελνστ. ζωοδότης (< ζωήζωοδό(της) -τρα· λόγ. < μσν. ζωοδότειρα, ως θηλ. του ελνστ. ζωοδοτήρ `ζωοδότης΄, κατά το σχ.: αρχ. δοτήρ, ελνστ. δότης - αρχ. θηλ. δότειρα]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωοδότης ο.
  • (Προκ. για το Χριστό) αυτός που δίνει ζωή:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 440).

[μτγν. ουσ. ζωοδότης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες