Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωγράφος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωγράφος ο [zoγráfos] Ο18 θηλ. ζωγράφος [zoγráfos] Ο35 : ο καλλιτέχνης που ζωγραφίζει: Οι μεγάλοι ζωγράφοι της Aναγέννησης. Ερασιτέχνης / επαγγελματίας ~. Λαϊκός ~. Εξπρεσιονιστής / ιμπρεσιονιστής / νατουραλιστής / σουρεαλιστής ~. ~ εικόνων Aγίων, αγιογράφος. ~ τοπίων, τοπιογράφος. ~ πορτρέτων, πορτρετίστας.

[ελνστ. ζωγράφος, αρχ. σημ.: `αυτός που ζωγραφίζει εκ του φυσικού΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
ζωγράφος ο· αζωγράφος· ζγουράφος.
  • Ζωγράφος:
    • (Ερωτόκρ. Β´ 1351).
  • Ο τ. ζγουρ‑ στη γεν. ως τοπων.:
    • επήγαμεν εις το Ζγουράφου (Συναδ. φ. 38r).

[αρχ. ουσ. ζωγράφος. Ο τ. ζγουρ‑ και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες