Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζυγά
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζύγαινα η [zíjena] Ο27 : α. είδος καρχαρία που ζει στις τροπικές θάλασσες και σπάνια στη Mεσόγειο. β. είδος εντόμου.

[αρχ. ζύγαινα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζυγαριά η [ziγarjá] Ο24 : όργανο με το οποίο μετρούν το βάρος ενός σώματος· ζυγός: H ~ του μανάβη / του μπακάλη. Aυτόματη ~. ~ ακριβείας. Bάζω κτ. στη ~, το ζυγίζω και μτφ., υπολογίζω τη σημασία του, σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά.

[μσν. ζυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *ζυγάρ(ιον) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. ζυγ(ός) -άριον]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγαριά η· ζυγαρά.
  • α) Ζυγαριά·
    • (σε μεταφ.):
      • τη ζωή … στη ζυγαρά τη βάνω (Ερωτόκρ. Δ´ 1217
  • β) (μεταφ., προκ. για την κρίση του Θεού):
    • Η ζυγαρά η άσφαλτος, οπού τα δίκια κρίνει (Θυσ. 663).

[<παλαιότ. ουσ. ζυγάριον (5. αι., LBG) + κατάλ. ιά. Ο τ. στο Βλάχ. Τ. έα στο Meursius. Η λ. στο Somav., στο LBG και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγαρίζω.
  • Γέρνω από δω κι από κει, ταλαντεύομαι:
    • ζερβά-δεξά εζυγάρισε κι ήγερνε το κορμί του (Ερωτόκρ. Β´ 1407).

[<ουσ. ζυγαρά + κατάλ. ίζω. Πβ. λ. ιάζω στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ζυγαστικόν το.
  • Φόρος για το ζύγισμα (εμπορευμάτων, αγαθών):
    • εις απαιτήσεις … ζυγαστικού (Ψευδο-Σφρ. 54022).

[ουδ. του επιθ. *ζυγαστικός ως ουσ. Η λ. και στο LBG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες