Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ζευγνύω.
-
– Βλ. και ζεύω.
- Ζεύω (σε μεταφ.):
- δάμαλις η εμή, ήν έζευξεν ο έρως (Διγ. Gr. 1718).
[αρχ. ζευγνύω. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Ζεύω (σε μεταφ.):
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ζευγνύω. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |