Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζευγνύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ζευγνύω.
– Βλ. και ζεύω.
  • Ζεύω (σε μεταφ.):
    • δάμαλις η εμή, ήν έζευξεν ο έρως (Διγ. Gr. 1718).

[αρχ. ζευγνύω. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες