Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτειάζω,
- βλ. ευθειάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτειάνω,
- βλ. ευθειάνω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευτέλεια η [eftélia] Ο27 : η ιδιότητα του ευτελούς. 1. πολύ χαμηλή ποιότητα: H ~ των υλικών και η έλλειψη καλαισθησίας χαρακτηρίζουν τα σκηνικά της παράστασης. 2. χυδαιότητα, προστυχιά: Είναι γνωστή η ~ των κινήτρων του / του χαρακτήρα του.
[λόγ. < αρχ. εὐτέλεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτελής, επίθ.
-
- α) Φτωχός, ταπεινός:
- τους ευτελείς και ταπεινούς πάλιν να αγαπούσιν (Φλώρ. 165)·
- β) ευτελής, ασήμαντος, ανάξιος λόγου:
- αγράμματός ειμί … και μοναχός των ευτελών (Προδρ. ΙV 26).
[αρχ. επίθ. ευτελής. Η λ. και σήμ.]
- α) Φτωχός, ταπεινός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευτελής -ής -ές [eftelís] Ε10 : 1.για κτ. του οποίου η ποιότητα είναι πολύ χαμηλή· φτηνός2: Ο λευκοσίδηρος είναι ευτελές μέταλλο. Ευτελέστατα προϊόντα που όμως κοστίζουν πανάκριβα. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. που χαρακτηρίζεται από πνευματική ή ψυχική κατωτερότητα, για κπ. ή για κτ. που είναι πρόστυχο, χυδαίο: Xρησιμοποίησε ευτελή μέσα για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του / για να ανεβεί κοινωνικά. Ευτελείς πράξεις. Ευτελή κίνητρα. Είναι πολύ ~ (άνθρωπος).
[λόγ. < αρχ. εὐτελής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευτελίζω [eftelízo] -ομαι Ρ2.1 : μειώνω πάρα πολύ το κύρος, την ηθική ή την πνευματική αξία κάποιου· εξευτελίζω: Ο αχαλίνωτος κομματισμός έχει ευτελίσει την πολιτική ζωή του τόπου. Ευτελίζονται προαιώνιες αξίες.
[λόγ. < ελνστ. εὐτελίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ευτελισμός ο [eftelizmós] Ο17 : η ενέργεια του ευτελίζω, ηθικός ή πνευματικός υποβιβασμός· εξευτελισμός.
[λόγ. < ελνστ. εὐτελισμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτέρπομαι.
-
- Χορταίνω ευχαρίστηση:
- ηγάλλετο καρδία, ηυτέρπετο, ευφραίνετο (Αχιλλ. N 78 (έκδ. ηυτρέπεντο).)>
[<επίρρ. ευ + τέρπομαι. Η λ. τον 5. αι. (LBG)]
- Χορταίνω ευχαρίστηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- ευτέχνως, επίρρ.
-
- Με τέχνη, με επιτηδειότητα:
- το σπαθίν ελκύσας ολοψύχως προς Μαξιμούν ευτέχνως απηρχόμην (Διγ. Gr. 2916).
[μτγν. επίρρ. ευτέχνως]
- Με τέχνη, με επιτηδειότητα: