Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εύτολμος, επίθ.· εύτορμος.
-
- Αποφασιστικός:
- Όταν βαλθεί η εύτορμη και γρήγορή σου χάρη, τό ορίσεις πράγμα να γενεί, δεν είναι ν’ ακροπάρει (Σκλέντζα, Ποιήμ. 313 (έκδ. εύταρμη)).
[αρχ. επίθ. εύτολμος]
- Αποφασιστικός: