Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευτυχισμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευτυχισμένος -η -ο [eftixizménos] Ε3 : ANT δυστυχισμένος. 1α. που αισθάνεται βαθιά ικανοποίηση και χαρά, που νιώθει ευτυχία: Έζησαν ευτυχισμένοι σε μια κοινωνία αγάπης και ευημερίας. Είναι ένας ~ άνθρωπος / μια ευτυχισμένη οικογένεια. || πολύ χαρούμενος: Σήμερα είμαι πολύ ~, γιατί θα συναντηθώ με αγαπητούς φίλους. β. που εκδηλώνει, που εκφράζει ευτυχία: Ευτυχισμένα παιδικά πρόσωπα. 1. για χρονική περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι ζουν ευτυχισμένοι: Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ευτυχισμένες εποχές. (ευχές) ~ ο καινούριος χρόνος. ευτυχισμένα γενέθλια. || Ο γάμος του ήταν πολύ ~. α2. για χρονικό διάστημα που ευνοεί την επιτυχία: Έργα από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του καλλιτέχνη. β. για τόπο πλούσιο και ειρηνικό: H ευτυχισμένη γη της Iωνίας, όπου άνθισε ο ελληνικός πολιτισμός. ευτυχισμένα ΕΠIΡΡ: Έζησαν ~.

[λόγ. μππ. του ευτυχώ μεταπλ. -ημένος > -ισμένος με βάση το συνοπτ. θ. ευτυχησ- και κατά το αντ. δυστυχισμένος & λόγ. σημδ. γαλλ. heureux, αγγλ. happy]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες