Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ευμορφία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ευμορφία η· εμορφία· εμορφιά· ευμορφιά· ’μορφία· ’μορφιά· ομορφία· ομορφιά.
  • α) Ομορφιά:
    • κλαίσι για κόρης ομορφιά (Ερωφ. Χορ. α´ 625
    • Οι γεμορφιές εδόθηκα τω γυναικώ εκ τη φύση (Πανώρ. Β´ 307
  • β) (μεταφ.) στολίδι:
    • με βροντοκούδουνα πολλά και άλλας ευμορφίας (Διήγ. παιδ. 763).
  • Ο τ. ομορφία ως κύρ. όν.:
    • (Μαχ. 6267).

[αρχ. ουσ. ευμορφία. Οι τ. εμ‑ και ομ‑ στο Du Cange (λ. έμορφος) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ’μορφιά στο Somav. (λ. ομορφάδα). Ο τ. ομορφιά στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες