Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερειστικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερειστικός -ή -ό [eristikós] Ε1 : (ανατ.) που χρησιμεύει ως στήριγμα: ~ ιστός, από τον οποίο σχηματίζονται οι χόνδροι και τα οστά. Ερειστικό σύστημα, σύστημα από οστά και χόνδρους που παρέχει στο σώμα στήριξη.

[λόγ. < ελνστ. ἐρειστικός `ωθητικός΄ κατά το ερείδω (δες ερείδομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες