Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επτάδυμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επτάδυμος -η -ο [eptáδimos] & εφτάδυμος -η -ο [eftáδimos] Ε5 : που γεννήθηκε μαζί με άλλα έξι αδέρφια από την ίδια εγκυμοσύνη: Επτάδυμα γατάκια. || (ως ουσ.): Γέννησε επτάδυμα / εφτάδυμα.

[λόγ. < αρχ. ἑπτάδυμος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες