Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιστατώ [epistató] -ούμαι Ρ10.9 : επιβλέπω την εκτέλεση μιας ομαδικής εργασίας: Στη δουλειά επιστατούσε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του κτήματος. Πάω να επιστατήσω στο μαγειρείο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιστατῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιστατώ.
-
- Διευθύνω, καθοδηγώ:
- (Δούκ. 21328).
[αρχ. επιστατέω. Η λ. και σήμ.]
- Διευθύνω, καθοδηγώ: