Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επισπεύδω [epispévδo] -εται Ρ αόρ. επέσπευσα, απαρέμφ. επισπεύσει, παθ. αόρ. επισπεύσθηκε, απαρέμφ. επισπευσθεί : κάνω, πραγματοποιώ κτ. γρηγορότερα από ό,τι αρχικά αυτό είχε οριστεί: Λόγω των έκτακτων γεγονότων ο πρωθυπουργός επισπεύδει την επάνοδό του από το εξωτερικό. Οι εξετάσεις / οι εκλογές επισπεύδονται κατά μία εβδομάδα. || (απόλ.) επιταχύνω ορισμένο ρυθμό: Πρέπει να επισπεύσουμε, για να είμαστε μέσα στις προθεσμίες.
[λόγ. < αρχ. ἐπισπεύδω]