Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισπεύδω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισπεύδω [epispévδo] -εται Ρ αόρ. επέσπευσα, απαρέμφ. επισπεύσει, παθ. αόρ. επισπεύσθηκε, απαρέμφ. επισπευσθεί : κάνω, πραγματοποιώ κτ. γρηγορότερα από ό,τι αρχικά αυτό είχε οριστεί: Λόγω των έκτακτων γεγονότων ο πρωθυπουργός επισπεύδει την επάνοδό του από το εξωτερικό. Οι εξετάσεις / οι εκλογές επισπεύδονται κατά μία εβδομάδα. || (απόλ.) επιταχύνω ορισμένο ρυθμό: Πρέπει να επισπεύσουμε, για να είμαστε μέσα στις προθεσμίες.

[λόγ. < αρχ. ἐπισπεύδω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες