Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επικάλυψη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικάλυψη η [epikálipsi] Ο33 : 1.κάλυψη ενός πράγματος, ιδίως της επιφάνειάς του, με κτ.: Οι περίοικοι απαιτούν την ~ του σκουπιδότοπου με χώμα και τη δενδροφύτευση του χώρου. Διευθέτηση και ~ της κοίτης του χειμάρρου. ~ των τοίχων με μαρμάρινες πλάκες, επένδυση. || η σχετική κατασκευή. 2. (μτφ. για ενέργειες, λειτουργίες, αρμοδιότητες κτλ.) α. σύμπτωση μεταξύ τους στο ίδιο αντικείμενο: Προβλήματα που δημιουργούνται από την ~ αρμοδιοτήτων μεταξύ των υπουργείων. β. εξουδετέρωση της μιας από την άλλη: H ~ των δυσάρεστων αναμνήσεων από τις ευχάριστες.

[λόγ. < ελνστ. ἐπικάλυψις `σκέπασμα΄ (-σις > -ση) σημδ. αγγλ. overlap(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες