Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδεκτικός -ή -ό [epiδektikós] Ε1 : α.που επιδέχεται κτ., που είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο ορισμένης ενέργειας· δεκτικός. ANT ανεπίδεκτος: Θέμα επιδεκτικό συζητήσεως. Πρόβλημα επιδεκτικό πολλών λύσεων. β. (για πρόσ.) που έχει την ιδιότητα, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να δεχτεί ερεθίσματα, εντυπώσεις κτλ. και να ανταποκριθεί σε αυτά: Παιδί επιδεκτικό αγωγής / μαθήσεως.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδεκτικός]