Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επεί
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
επεί, σύνδ.· επείν, (Χρον. Μορ. H 62ιπείν, (Χρον. Τόκκων 2170).

[αρχ. σύνδ. επεί]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επείγει [epíji] Ρ (στο γ' πρόσ.) : για κτ. που πρέπει να αντιμετωπιστεί, να γίνει γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση· είναι επείγον: H κατάσταση ~ / η εγχείρηση ~. Mη βιάζεσαι· η δουλειά δεν ~. Δουλειές που επείγουν. Ο χρόνος / η ώρα ~, δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια.

[λόγ. < ελνστ. ἐπείγει, γ' πρόσ. του αρχ. ἐπείγω, -ομαι `πιέζω δυνατά, βιάζομαι΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επείγομαι [epíγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) πιέζομαι χρονικά· βιάζομαι: ~ να υποβάλω σήμερα την αίτηση, γιατί λήγει η προθεσμία. || (προφ.) ~ κτ., το χρειάζομαι επειγόντως: Tο ~ το φόρεμα· πρέπει να το φορέσω σήμερα το βράδυ στη δεξίωση.

[λόγ. < αρχ. ἐπείγομαι `βιάζομαι΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επειγόντως [epiγóndos] επίρρ. τροπ. : γρήγορα, βιαστικά, χωρίς καθυστέρηση: Xρειάστηκε να εισαχθεί ~ σε νοσοκομείο.

[λόγ. επειγοντ- (δες επείγων) -ως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επείγων -ουσα -ον [epíγon] Ε12 λόγ. γεν. θηλ. και επειγούσης: α. που επείγει, που πρέπει να αντιμετωπιστεί γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση : Επείγουσα ανάγκη. Επείγουσα ενέργεια. Επείγουσα λήψη αποφάσεως. Μη βιάζεσαι, δεν είναι επείγον. Τα επείγοντα θέματα / προβλήματα / περιστατικά. Θέματα επειγούσης φύσεως. || (ως ουσ.) το επείγον α. η ιδιότητα αυτού που χαρακτηρίζεται ως επείγων: Λόγω του επείγοντος της καταστάσεως. Το νομοσχέδιο συζητήθηκε και ψηφίστηκε με τη διαδικασία του επείγοντος. β. καθετί που χαρακτηρίζεται ως επείγον: Το νοσοκομείο δέχεται σήμερα μόνο τα επείγοντα, τα επείγοντα περιστατικά. β. που πρέπει να σταλεί και να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του: Επείγουσα διαταγή / εγκύκλιος. Επείγον έγγραφο. || (ως χαρακτηρισμός): Επείγον τηλεγράφημα / σήμα / γράμμα. Στείλ' το επείγον. || (ως ουσ.) το επείγον τηλεγράφημα, γράμμα κτλ. επειγόντως* ΕΠΙΡΡ.

[λόγ. μεε. του αρχ. ἐπείγω (πρβ. αρχ. ἐπειγόμενος ‘που βιάζεται’) ενεργ. κατά το γαλλ. urgent]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επειδή [epiδí] σύνδ. αιτιολ. : εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις και εκφέρει το λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει ή όχι αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση. 1α. γιατί: Δεν πήγα, ~ ήμουν άρρωστος. Mαταίωσε το ταξίδι του, ~ τα τρένα είχαν απεργία. Ένιωθε σαν ξένος, ~ είχε χρόνια να τους δει. Θύμωσε, ~ του μίλησαν άσχημα. Δεν τους προσκάλεσα, ~ ήξερα ότι δε θα έρθουν. || σε έμφαση: Yποχώρησα, μόνο και μόνο ~ τους λυπήθηκα. β. (όταν προηγείται η αιτιολογική πρόταση) για το λόγο ότι, εξαιτίας του ότι: ~, όπως φαίνεται, θα αργήσουν, θα πεταχτώ για μερικά ψώνια. ~ μάλλον θα βρέξει, ας μείνουμε σπίτι. γ. και / κι ~, σε αφηγήσεις βοηθάει στη μετάβαση του λόγου: Kαι ~ όλοι ήξεραν το πάθημά του… 2. και / κι ~, σε επιφωνηματική χρήση δηλώνει ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο της φωνής: α. (σε ερωτηματική εκφορά) έντονη αντίρρηση, αγανάκτηση, ειρωνεία κτλ.: ~ σου το είπε, έπρεπε να το κάνεις; β. ως απάντηση για έντονη αδιαφορία: ~;, και σαν;, και λοιπόν;

[αρχ. ἐπειδή]

[Λεξικό Κριαρά]
επειδή, σύνδ.· αφειδή· αφειδήν· επείδες· επειδήν· εφειδή· εφειδήν· ’πειδή.
  • 1) Χρον.
    • α) όταν, αφού:
      • (Χρον. σουλτ. 512
    • β) από τη στιγμή που:
      • εφειδήν κιβεντίσουν το πρόσταγμαν … (Ασσίζ. 4828).
  • 2) (Αιτ.) εφόσον, μια και, επειδή:
    • (Θυσ. 397), (Ασσίζ. 1779).

[αρχ. σύνδ. επειδή. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
επεικάζω,
βλ. απεικάζω.
[Λεξικό Κριαρά]
επείν, σύνδ.,
βλ. επεί.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επείσακτος -η -ο [epísaktos] Ε5 : (λόγ.) που προέρχεται, που έχει εισαχθεί από αλλού· ξενόφερτος: Επείσακτες συνήθειες.

[λόγ. < αρχ. ἐπείσακτος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες