Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επαίρω· επαίρνομαι· ’παίρνομαι.
-
- I. Ενεργ.
- 1) (Προκ. για τείχος) υψώνω, «σηκώνω»:
- (Διγ. Z 3782).
- 2) Σηκώνω, κουβαλώ:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. β´ 11).
- 1) (Προκ. για τείχος) υψώνω, «σηκώνω»:
- II. Μέσ.
- 1) Υψώνομαι:
- κάλαμοι επεφύοντο εις ύψος επηρμένοι (Διγ. Gr. 2351).
- 2) (Μεταφ.) αιωρούμαι, πετώ πάνω από κάπ.:
- (Διγ. Gr. 616).
- 3)
- α) Περηφανεύομαι, καυχιέμαι, το παίρνω επάνω μου:
- Αυτός καθού εφάνηκε το νίκος εδικό του, επήρθηκε (Χρον. Τόκκων 1795)·
- β) φρ. επαίρνεται ο νους μου = «παίρνουν αέρα τα μυαλά μου»:
- (Χρον. Τόκκων 1539)·
- γ) σαστίζω:
- εκ του φόβου επάρθηκα (Απόκοπ. 76).
- α) Περηφανεύομαι, καυχιέμαι, το παίρνω επάνω μου:
- 1) Υψώνομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) (Προκ. για πρόσωπο) περήφανος, υπεροπτικός:
- δυνάστης επηρμένος (Καλλίμ. 25).
- 2) (Προκ. για θρόνο) υψηλός, μεγαλοπρεπής:
- (Διγ. O 72).
- 1) (Προκ. για πρόσωπο) περήφανος, υπεροπτικός:
- Το ουδ. της μτχ. παρκ. ως ουσ. = περηφάνεια, αλαζονεία:
- άφες το επηρμένον (Λίβ. P 1316).
[αρχ. επαίρω. Το μέσ. και σήμ. λόγ.]
- I. Ενεργ.