Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίστρωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίστρωμα το [epístroma] Ο49 : το αποτέλεσμα του επιστρώνω.

[λόγ. < μσν. επίστρωμα `σαμάρι΄ < επιστρώ(νω) -μα κατά τη σημ. του επιστρώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες