Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίστρατος ο [epístratos] Ο20α : (στρατ.) έφεδρος που έχει επιστρατευθεί ή ανήκει σε στρατεύσιμη κλάση σε περίοδο επιστράτευσης: Aπόλυση των επιστράτων.
[λόγ. επιστρατ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.)]