Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επίδειξη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίδειξη η [epíδiksi] Ο33 : 1.η ενέργεια του επιδεικνύω1, η προσκόμιση, παρουσίαση κτλ. κυρίως πραγμάτων (δικαιολογητικών, ενημερωτικών στοιχείων ή άλλων πειστηρίων) με σκοπό την ενημέρωση ή τη διευθέτηση κάποιας υπόθεσης, εκκρεμότητας κτλ.: H είσοδος στο θέατρο επιτρέπεται μόνο με ~ του εισιτηρίου. || (νομ.) ~ πράγματος / εγγράφου, το δικαίωμα που έχει κάποιος να δει και να εξετάσει ένα πράγμα ή ένα έγγραφο. 2. η ενέργεια του επιδεικνύω2, η παρουσίαση, η προβολή ενός πράγματος, μιας ικανότητας, μιας ενέργειας κτλ. που γίνεται μπροστά σε κάποιους με σκοπό την προβολή ή τον εντυπωσιασμό: Kάνει κάποιος ~ της δύναμης / των ικανοτήτων / των γνώσεών του. ~ δύναμης, για άσκηση πίεσης σε κπ. ή για εκφοβισμό κάποιου. Στρατιωτική / αεροπορική / ναυτική ~, που γίνεται με στρατιωτικές / αεροπορικές / ναυτικές δυνάμεις. ~ πλούτου. || επίδειξη με βασικό κίνητρο τη ματαιοδοξία: Tου / της αρέσει η ~. Tο σπίτι είναι επιπλωμένο με κριτήριο όχι την άνεση αλλά την ~. α. (πληθ.) οργανωμένη ομαδική εκδήλωση που περιλαμβάνει κυρίως γυμναστική και αθλοπαιδιές: Οι (γυμναστικές) επιδείξεις των σχολείων. H διμοιρία επιδείξεων μιας στρατιωτικής μονάδας. β. παρουσίαση ενός προϊόντος, εμπορεύματος κτλ. με σκοπό ιδίως τη διαφήμισή του: ~ μόδας / κομμωτικής / νέων μοντέλων.

[λόγ. < αρχ. ἐπίδειξις (-σις > -ση) & σημδ. γαλλ. démonstration]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες